ψυγομαραίνω

ψυγομαραίνω
Ν
1. μαραίνω κάτι με τη χρησιμοποίηση χαμηλής θερμοκρασίας
2. παθ. ψυγομαραίνομαι
ξεπαγιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψυγ- τού ψύχω (ΙΙ) «παγώνω» (πρβλ. ψυγείο) + μαραίνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”